- θερμοδότις
- θερμοδότηςone who brought the hot water atbathsfem nom sgθερμοδότιςone who brought the hot water atbathsfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμοδότης — θερμοδότης, ο (ΑΜ, Α θηλ. θερμοδότις, ιδος) αυτός που παρέχει θερμό νερό στα λουτρά μσν. αυτός που προσφέρει θερμό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + δότης < δίδωμι (πρβλ. αιμο δότης, εργο δότης)] … Dictionary of Greek